- μαγειρώδης
- μαγειρώδης, -ώδες (Α)[μάγειρος]αυτός που μοιάζει με σφαγέα, με μάγειρο («φονικὴν καὶ μαγειρώδη ψυχήν», Ευνάπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαγειρώδη — μαγειρώδης butcherly neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μαγειρώδης butcherly masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μαγειρώδης butcherly masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α … Dictionary of Greek